- χιονοθύελλα
- ηθύελλα που συνοδεύεται από χιόνι: Είχε μεγάλη χιονοθύελλα χτες στην περιοχή αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονοθύελλα — η, Ν (μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή τής ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός] … Dictionary of Greek
νιφετός — ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα αρχ. 1. βροχή, υετός 2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει + επίθημα ετός (πρβλ. υετός)] … Dictionary of Greek
νιφοβολία — νιφοβολία, ἡ (Μ)[νιφόβολος] χιονοθύελλα, νιφετός, πτώση χιονιού … Dictionary of Greek
νιφόβλημα — το 1. χιονοστιβάδα 2. χιονοθύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + βάλλω] … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… … Dictionary of Greek
Κινκ, Χανς Eρνστ — (Hans Ernst Kinck, Έκσφιορντ 1865 – Όσλο 1926). Νορβηγός συγγραφέας. Τα πρώτα του έργα ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στην περιγραφή της φύσης, όπως τα διηγήματα Νέοι άνθρωποι (1893) και Τα φτερά της νυχτερίδας (1895). Ακολούθησαν μερικά δραματικά… … Dictionary of Greek
Τανέγιεφ — Επώνυμο 2 Ρώσων μουσικοσυνθετών. 1. Αλέξανδρος Σεργκιέγιεβιτς (1850 – 1918). Ήταν μαθητής του Ράιχελ στη Δρέσδη και του Ρίμσκι Κόρσακοφ στην Πετρούπολη. Έγραψε τα μελοδράματα Ερωτική εκδίκηση και Χιονοθύελλα, 3 συμφωνίες και το συμφωνικό ποίημα… … Dictionary of Greek
χιονοκαταιγίδα — η χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονοστρόβιλος — ο χιονοθύελλα, χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)